θέσσασθαι

θέσσασθαι
θέσσασθαι
Grammatical information: v.
Meaning: `pray, ask'. θέσσεσθαι αἰτεῖν, ἱκετεύειν; θεσσόμενος δεόμενος, ζητούμενος, ἱκετεύων H.
Other forms: aor., ptc. θεσσάμενος, ind. 3. pl. θέσσαντο `pray' (Hes., Archil.);
Compounds: as 2. member in πολύ-θεστος a. o., prob. also in ἀπό-θεστος (s. v.), Άγλω-θέστης (Fraenkel Nom. ag. 1, 14 n. 2).
Derivatives: Θεστορίδης, Θεστόρειος; Θέστωρ "entreater", father of Kalchas etc. (Il.)
Origin: IE [Indo-European] [488] *gʷʰedh- `pray'
Etymology: From *θέθ-σασθαι, sigmatic aorist beside ποθέω `entreat', s. πόθος. This and Boeot. Θιό-φειστος we get IE *gʷʰedh-, from where a. o. the OIr. s-subj. 1. pl. -gessam (: θέσσασθαι; ind. guidiu `pray' = ποθέω) and the OldIran. yot-present Av. ǰaiδyemi = OP. ǰadiyāmiy `pray', which may be identical to the supposed present θέσσεσθαι (IE *g ʷʰedh-i̯-). - On the peoples name Θεσσαλοί s.v.
See also: Weiteres s. πόθος.
Page in Frisk: 1,668

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θέσσασθαι — (Α) (ποιητ. απρμφ μέσ. αορ.) προσεύχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θέθ σασ θαι. Πρόκειται για ποιητ. αόριστο ο οποίος αντιστοιχεί στον ενεστ. ποθώ*. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *gwhedh «ζητώ, ποθώ», από την οποία προέρχονται επίσης τα: αρχ. ιρλ. υποτ. gessam και… …   Dictionary of Greek

  • θέσσασθαι — pray for aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσσάμενοι — θέσσασθαι pray for aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσσάμενος — θέσσασθαι pray for aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσσαντο — θέσσασθαι pray for aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθώ — έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α 1. επιθυμώ έντονα κάτι που στερήθηκα (α. «ποθούσα να ξαναδώ τη μάνα μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ μάτην καλεῑς», Αριστοφ.) 2. έχω έντονη ερωτική επιθυμία («καὶ συνοῡσαν αὐτῷ ποθεῑν αὐτόν», λουκ.) 3. επιθυμώ,… …   Dictionary of Greek

  • gʷhedh- —     gʷhedh     English meaning: to beg, wish for     Deutsche Übersetzung: “bitten, begehren”     Material: Av. jaiδyemi, O.Pers. jadiyümiy “I bitte”; Gk. Aor. θέσσασθαι (*gʷhedh s ) “anflehen”, participle θεστός in ἀπόθεστος “verwũnscht,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • жадать — желать, жаждать , укр. жадати, блр. жадаць, ст. слав. жѩдати, жѩдѣти, жѩждѫ, ποθεῖν, διψᾶν, чеш. žadati, слвц. žiadat , польск. żądac, в. луж. žadac, н. луж. žedas. Родственно лит. pasigendù, gedaũ, gèsti ощутить недостаток , gedauju,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Φθία — Αρχαία πόλη των Μυρμηδόνων, πατρίδα του Αχιλλέα. Η ακριβής θέση της συμπίπτει με εκείνη των σημερινών Φαρσάλων. Στη Φ. λατρευόταν η Θέτιδα και ο παιδαγωγός του Αχιλλέα Χείρων. * * * η, ΝΑ, και ιων. και επικ. τ. Φθίη Α (στην περιοχή τής Θεσσαλίας) …   Dictionary of Greek

  • άθεστος — ἄθεστος, ον (Α) αυτός που δεν παίρνει από παρακλήσεις, άκαμπτος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θεστός, ρημ. επιθ., που απαντά μόνο «εν συνθέσει» < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με προσευχή»] …   Dictionary of Greek

  • πολύθεστος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. πολύ επιθυμητός, πολυαγαπημένος («τέκνον πολύθεστε τοκεῦσι», Καλλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) πολύ τιμημένος, πολύσεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θεστος, ρηματ. επίθ. που απαντά μόνο εν συνθέσει < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”